- κατακαίριος
- κατα-καίριος (καιρός): mortal, with τέλος (like τέλος θανάτοιο), Il. 11.439†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κατακαίριος — κατακαίριος, ον (Α) καίριος … Dictionary of Greek
κατακαίριος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακαίριον — κατακαίριος masc/fem acc sg κατακαίριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)